φαεινότητα

φαεινότητα
η, Ν
λαμπρότητα, φωτεινότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαεινός. Η λ., στον λόγιο τ. φαεινότης, μαρτυρείται από το 1854 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”